νηολογώ

νηολογώ
ναυτ. εγγράφω πλοίο στο νηολόγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -λογῶ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νηολογώ — νηολογώ, νηολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νηολογώ — νηολόγησα, νηολογήθηκα, νηολογημένος, γράφω πλοίο στο νηολόγιο κάποιου λιμανιού: Το πλοίο νηολογήθηκε στην Καβάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • νηολόγηση — η ναυτ. η πράξη εγγραφής πλοίου στο νηολόγιο ενός κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. νηολόγησις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”